- σταδιοδρομώ
- σταδιοδρομῶ, -έω, ΝΜΑ, και σταδιοδρομώ Α [σταδιοδρόμος]νεοελλ.ακολουθώ ένα επάγγελμα, προσπαθώ συστηματικά να έχω καλή επίδοση στην εργασία μου ή σε άλλο σημαντικό τομέα δραστηριότητας(μσν-αρχ.) μετέχω σε αγώνα δρόμου, τρέχω στο στάδιο («ἐκεῑνός τε καὶ εὔαθλος ὁ σταδιοδρομῶν», Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.